ἐλάαν: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(big3_14b)
(4)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἐλαύνω]].
|dgtxt=v. [[ἐλαύνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάαν:''' Επικ. αντί <i>ἐλᾶν</i>, απαρ. ενεστ. του [[ἐλάω]]· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάαν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἐλάω, ἐλαύνω, Ὁμ.˙ ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος ἐν Ἰλ. Ρ. 496, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.

French (Bailly abrégé)

inf. fut. épq. de ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

v. ἐλαύνω.

Greek Monotonic

ἐλάαν: Επικ. αντί ἐλᾶν, απαρ. ενεστ. του ἐλάω· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του ἐλαύνω.