ἐλεητύς: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλεητύς]], η (Α)<br />[[έλεος]], [[ευσπλαγχνία]]. | |mltxt=[[ἐλεητύς]], η (Α)<br />[[έλεος]], [[ευσπλαγχνία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλεητύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί [[ἔλεος]], ευσπλαχνία, [[οίκτος]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ep. and Ion.
A = ἔλεος, pity, mercy, Od.17.451.
German (Pape)
[Seite 794] ύος, ἡ, das Mitleid, Od. 17, 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεητύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἔλεος, οἶκτος, εὐσπλαγχνία, Ὀδ. Ρ. 451.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
compassion, commisération.
Étymologie: ἐλεέω.
English (Autenrieth)
ύος = ἔλεος, Od. 6.82 and Od. 17.451.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
piedad, compasión ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ' ἐ. ἀλλοτρίων χαρίσασθαι Od.17.451, cf. 14.82, ἐλεητύος ἄφθονε δωτήρ Eudoc.Cypr.1.115.
Greek Monolingual
ἐλεητύς, η (Α)
έλεος, ευσπλαγχνία.
Greek Monotonic
ἐλεητύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί ἔλεος, ευσπλαχνία, οίκτος, σε Ομήρ. Οδ.