ἑλκητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλκητήρ]], ο (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]], τσουγκράνα.
|mltxt=[[ἑλκητήρ]], ο (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]], τσουγκράνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκητήρ:''' -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκητήρ Medium diacritics: ἑλκητήρ Low diacritics: ελκητήρ Capitals: ΕΛΚΗΤΗΡ
Transliteration A: helkētḗr Transliteration B: helkētēr Transliteration C: elkitir Beta Code: e(lkhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one that drags, κτένες ἑλκητῆρες, of a harrow, AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. ἐργαλεῖον, κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui tire, qui arrache.
Étymologie: ἑλκέω.

Spanish (DGE)

-ῆρος
que desgarra fig. κτένες de un rastrillo AP 6.297 (Phan.).

Greek Monolingual

ἑλκητήρ, ο (Α)
γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα.

Greek Monotonic

ἑλκητήρ: -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.