ἑξηκονταέτης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />sexagénaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑξήκοντα]], [[ἔτος]].
|btext=ης, ες :<br />sexagénaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑξήκοντα]], [[ἔτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑξηκονταέτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που είναι [[εξήντα]] ετών, εξηντάχρονος, σε Μίμν.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξηκονταέτης Medium diacritics: ἑξηκονταέτης Low diacritics: εξηκονταέτης Capitals: ΕΞΗΚΟΝΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: hexēkontaétēs Transliteration B: hexēkontaetēs Transliteration C: eksikontaetis Beta Code: e(chkontae/ths

English (LSJ)

ες,

   A sixty years old, Mimn.6, Hp. Epid.5.25; also -ετῶν λυκαβάντων IG12(7).290 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἑξηκονταέτης: -ες, ἔχων ἡλικίαν ἑξήκοντα ἐτῶν, Μίμν. 6, Ἱππ. 1149D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sexagénaire.
Étymologie: ἑξήκοντα, ἔτος.

Greek Monotonic

ἑξηκονταέτης: -ες (ἔτος), αυτός που είναι εξήντα ετών, εξηντάχρονος, σε Μίμν.