εὕρηκα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. de</i> [[εὑρίσκω]].
|btext=<i>pf. de</i> [[εὑρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὕρηκα:''' -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[εὑρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

pf. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.