εὐπώγων: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπώγων]], -ωνος, ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]].
|mltxt=[[εὐπώγων]], -ωνος, ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπώγων:''' ὁ, αυτός που έχει [[καλά]] γένεια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπώγων Medium diacritics: εὐπώγων Low diacritics: ευπώγων Capitals: ΕΥΠΩΓΩΝ
Transliteration A: eupṓgōn Transliteration B: eupōgōn Transliteration C: efpogon Beta Code: eu)pw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A well-bearded, Arist.Phgn.808a23, AP9.99 (Leon.), 744 (Id.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπώγων: ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν γένειον, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à la belle ou longue barbe.
Étymologie: εὖ, πώγων.

Greek Monolingual

εὐπώγων, -ωνος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πώγων.

Greek Monotonic

εὐπώγων: ὁ, αυτός που έχει καλά γένεια, σε Ανθ.