εὐνέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐνέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐνέτις]], -ιδος (ΑΜ) [[ευνή]]<br />[[ευναστήρ]], [[σύζυγος]] («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[εὐνέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐνέτις]], -ιδος (ΑΜ) [[ευνή]]<br />[[ευναστήρ]], [[σύζυγος]] («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐνέτης:''' -ου, ὁ ([[εὐνή]]), = [[εὐναστήρ]], σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνέτης Medium diacritics: εὐνέτης Low diacritics: ευνέτης Capitals: ΕΥΝΕΤΗΣ
Transliteration A: eunétēs Transliteration B: eunetēs Transliteration C: evnetis Beta Code: eu)ne/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (εὐνή)

   A = εὐναστήρ, E.Or.1392 (lyr.), AP9.241 (Antip. <Thess.>):—fem. εὐνέτις, ιδος, Hp.Epid.7.42, A.R.4.96, etc.

German (Pape)

[Seite 1082] ὁ, Lagergenosse, Gemahl, Eur. Or. 1393 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνέτης: -ου, ὁ, (εὐνή) = εὐναστήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1393, Ἀνθ. Π. 9. 241: - θηλ. εὐνέτις, ιδος, Ἱππ. 1221Ε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, κλ.

Greek Monolingual

εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, -ιδος (ΑΜ) ευνή
ευναστήρ, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

εὐνέτης: -ου, ὁ (εὐνή), = εὐναστήρ, σε Ευρ., Ανθ.