ἡγεμονεύς: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡγεμονεύς]], δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> επικ. τ. του ηγεμών<br /><b>2.</b> (<b>επιγρ.</b> στη [[Ρώμη]]) [[κυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. μεταπλασμένος τ. του <i>Ηγεμών</i> [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>εύς</i> (<i>βασιλ</i>-<i>εύς</i> <b>κ.λπ.</b>)]. | |mltxt=[[ἡγεμονεύς]], δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> επικ. τ. του ηγεμών<br /><b>2.</b> (<b>επιγρ.</b> στη [[Ρώμη]]) [[κυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. μεταπλασμένος τ. του <i>Ηγεμών</i> [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>εύς</i> (<i>βασιλ</i>-<i>εύς</i> <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡγεμονεύς:''' -έως, Επικ. αντί [[ἡγεμών]], Επικ. αιτ. <i>ἡγεμονῆα</i>, <i>-ῆας</i>, σε Ανθ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ, Dor. ἁγ-IG5(1).540 (iii A.D.), Ep. for ἡγεμών, acc. ἡγεμονῆα, -ῆας, Opp.C.1.224, AP14.72.11, Man. 1.36, etc.; of a Roman
A governor, IG14.1437, Supp.Epigr.1.405A2 (Samos).
German (Pape)
[Seite 1149] ὁ, p. = ἡγεμών, Opp. Cyn. 1, 224 n. a. sp. D.; auch Erfinder, auctor, Opp. Cyn. 2, 30; Orph. frg. 29; αἰθερίου τε πυρὸς βιοδώτορα ἡγεμονῆα Orac. Anth. XIV, 72, von der Sonne.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονεύς: έως, Ἐπ. ἀντὶ ἡγεμών, αἰτ. ἡγεμονῆα, -ῆας, Ὀππ. Κ. 1. 224, Ἀνθ. Π. 14. 72, 11, Μουσαῖ. 218, κτλ.
Greek Monolingual
ἡγεμονεύς, δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α)
1. επικ. τ. του ηγεμών
2. (επιγρ. στη Ρώμη) κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. του Ηγεμών κατά τα ουσ. σε -εύς (βασιλ-εύς κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ἡγεμονεύς: -έως, Επικ. αντί ἡγεμών, Επικ. αιτ. ἡγεμονῆα, -ῆας, σε Ανθ. κ.λπ.