θρηνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρηνητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[θρηνήτρια]] (Α) [[θρηνώ]]<br />αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί.
|mltxt=[[θρηνητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[θρηνήτρια]] (Α) [[θρηνώ]]<br />αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρηνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που θρηνολογεί, η [[μοιρολογίστρα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρηνητήρ Medium diacritics: θρηνητήρ Low diacritics: θρηνητήρ Capitals: ΘΡΗΝΗΤΗΡ
Transliteration A: thrēnētḗr Transliteration B: thrēnētēr Transliteration C: thrinitir Beta Code: qrhnhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A mourner, wailer, A.Pers.938 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1217] ῆρος, ὁ, der Wehklagende, Aesch. Pers. 937.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητήρ: ῆρος, θρηνητής, θρηνῶν, Αἰσχ. Πέρσ. 937.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.

Greek Monolingual

θρηνητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. θρηνήτρια (Α) θρηνώ
αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί.

Greek Monotonic

θρηνητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που θρηνολογεί, η μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.