καδδῦσαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[καταδύω]].
|auten=see [[καταδύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καδδῦσαι:''' Επικ. αντί <i>καταδῦσαι</i>, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του [[καταδύω]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.

Greek (Liddell-Scott)

καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. fém. pl. épq. de καταδύω.

English (Autenrieth)

see καταδύω.

Greek Monotonic

καδδῦσαι: Επικ. αντί καταδῦσαι, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του καταδύω.