κάρηαρ: Difference between revisions
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(19) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρηαρ]], τὸ (Α)<br />(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) [[κεφαλή]]. | |mltxt=[[κάρηαρ]], τὸ (Α)<br />(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) [[κεφαλή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάρηαρ:''' υποθ. ονομ. των Επικ. τύπων [[καρήατος]], <i>-ήατι</i>, <i>-ήατα</i>, βλ. [[κάρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1327] als nom. zu καρήατος angenommen, nach B. A. 1386 bei Antimach., s. κάρα.)
French (Bailly abrégé)
καρήατος (τὸ) ; dat. καρήατι, pl. καρήατα;
v. κάρα.
Greek Monolingual
κάρηαρ, τὸ (Α)
(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) κεφαλή.
Greek Monotonic
κάρηαρ: υποθ. ονομ. των Επικ. τύπων καρήατος, -ήατι, -ήατα, βλ. κάρα.