κάρηαρ
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
v. κάρα¹.
German (Pape)
[Seite 1327] als nom. zu καρήατος angenommen, nach B. A. 1386 bei Antimach., s. κάρα.)
French (Bailly abrégé)
καρήατος (τὸ) ; dat. καρήατι, pl. καρήατα;
v. κάρα.
Greek Monolingual
κάρηαρ, τὸ (Α)
(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) κεφαλή.
Greek Monotonic
κάρηαρ: υποθ. ονομ. των Επικ. τύπων καρήατος, -ήατι, -ήατα, βλ. κάρα.