καυστός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[καυστός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[καυτός]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[καυστός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[καυτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καυστός:''' ή [[καυτός]], -ή, -όν ([[καίω]]), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυστός Medium diacritics: καυστός Low diacritics: καυστός Capitals: ΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: kaustós Transliteration B: kaustos Transliteration C: kafstos Beta Code: kausto/s

English (LSJ)

or καυτός (as Inscrr.), ή, όν,

   A burnt, red-hot, καυτὸν μοχλόν E.Cyc.633 (Scal.for καὶ τὸν): καυστόν, τό, burnt-offering for the dead, Phot.; so καυτόν Hsch.; whole burnt-offering, ἄγοντι τὸμ βοῦν καὶ τὸγ καυτόν SIG1025.31 (Cos); ἀρὴν καυτός ib.1027.9 (ibid.).    2 capable of being burnt, opp.ἄκαυστος, Arist.Mete.387a17, al.; cf. καυστικός: Comp. -ότερος Thphr.Ign.72.

German (Pape)

[Seite 1408] adj. verb. zu καίω, verbrannt, angebrannt; μοχλός Eur. Cycl. 629; brennbar, Arist. part. anim. 2, 2. Vgl. καυστικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 combustible;
2 brûlant, chauffé au rouge.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ καυστός, -ή, -όν)
βλ. καυτός.

Greek Monotonic

καυστός: ή καυτός, -ή, -όν (καίω), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ.