κῆνος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆνος]] (Α)<br /><b>(αιολ.)</b> και δωρ. τ. του <i>κεῑνος</i>, <i>ἐκεῑνος</i>) <b>βλ.</b> [[εκείνος]].
|mltxt=[[κῆνος]] (Α)<br /><b>(αιολ.)</b> και δωρ. τ. του <i>κεῑνος</i>, <i>ἐκεῑνος</i>) <b>βλ.</b> [[εκείνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῆνος:''' Αιολ. αντί [[κεῖνος]], [[ἐκεῖνος]].
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆνος Medium diacritics: κῆνος Low diacritics: κήνος Capitals: ΚΗΝΟΣ
Transliteration A: kē̂nos Transliteration B: kēnos Transliteration C: kinos Beta Code: kh=nos

English (LSJ)

Aeol.and Dor.for κεῖνος, ἐκεῖνος, Sapph.2.1, Epigr.Gr.991.13 (Balbilla), SIG1025.25 (Cos, iv/iii B.C.); κήνοθεν,

   A thence, Alc. 86. κηνούει· ἐκεῖ, and κηνῶ· ἐκεῖθεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1431] äol. = κεῖνος, Sapph. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κῆνος: Αἰολ. ἀντὶ κεῖνος, ἐκεῖνος Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. τῆνος, Θεόκρ. 1. 1.

Greek Monolingual

κῆνος (Α)
(αιολ.) και δωρ. τ. του κεῑνος, ἐκεῑνος) βλ. εκείνος.

Greek Monotonic

κῆνος: Αιολ. αντί κεῖνος, ἐκεῖνος.