κρηνίς: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρηνίς]], -ῑδος, ἡ (Α) [[κρήνη]]<br /><b>1.</b> η [[κρήνη]] («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως τοπων.) <i>αἱ Κρηνῑδες</i> ή <i>Κρηνίδες</i><br />η [[πόλη]] Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», <b>Στράβ.</b>). | |mltxt=[[κρηνίς]], -ῑδος, ἡ (Α) [[κρήνη]]<br /><b>1.</b> η [[κρήνη]] («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως τοπων.) <i>αἱ Κρηνῑδες</i> ή <i>Κρηνίδες</i><br />η [[πόλη]] Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρηνίς:''' -ῖδος, ἡ, υποκορ. του [[κρήνη]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32. II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).
Greek (Liddell-Scott)
κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.
Greek Monolingual
κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).
Greek Monotonic
κρηνίς: -ῖδος, ἡ, υποκορ. του κρήνη, σε Ευρ.