κράντωρ: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(21) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κράντωρ]], -ορος, ὁ (Α) [[κραίνω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κάτι]] εις [[πέρας]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]], [[ηγεμόνας]] («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[κράντωρ]], -ορος, ὁ (Α) [[κραίνω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κάτι]] εις [[πέρας]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]], [[ηγεμόνας]] («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κράντωρ:''' -ορος, ὁ = [[κραντήρ]], σε Ευρ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6. II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).
Greek (Liddell-Scott)
κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.
Greek Monolingual
κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).
Greek Monotonic
κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.