κώρα: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κώρα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κόρη]].———————— <b>(II)</b><br />[[κώρα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὕβρις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κορέω]] (ΙΙΙ)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κώρα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κόρη]].———————— <b>(II)</b><br />[[κώρα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὕβρις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κορέω]] (ΙΙΙ)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κώρα:''' ἡ, Δωρ. αντί [[κούρη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Dor. for κούρη, Theoc.6.36, Call.Lav.Pall.27, 138, Cer. 9. II = ὕβρις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1547] ἡ, dor. = κούρη, s. κῶρος.
Greek (Liddell-Scott)
κώρα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κούρη, Θεόκρ. 6. 36, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 27. 138, εἰς Δήμητρ. 9. ΙΙ. = κόρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κώρα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κόρη.———————— (II)
κώρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὕβρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορέω (ΙΙΙ)].
Greek Monotonic
κώρα: ἡ, Δωρ. αντί κούρη.