κισσωτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κισσωτός]], -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]<br />στολισμένος με κισσό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κισσωτός]], -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]<br />στολισμένος με κισσό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κισσωτός:''' -ή, -όν ([[κισσόω]]), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσωτός Medium diacritics: κισσωτός Low diacritics: κισσωτός Capitals: ΚΙΣΣΩΤΟΣ
Transliteration A: kissōtós Transliteration B: kissōtos Transliteration C: kissotos Beta Code: kisswto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A decked with ivy, νεβρίς AP6.172.

Greek (Liddell-Scott)

κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κισσωτός, -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]
στολισμένος με κισσό.

Greek Monotonic

κισσωτός: -ή, -όν (κισσόω), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.