κατάρραφος: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάρραφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλές ραφές ή [[πολλά]] μπαλώματα («[[ὁλόχρυσον]] μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ [[ἔνδον]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> <span style="color: red;"><</span> ([[ραφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>ρραφος</i>, <i>υπό</i>-<i>ρραφος</i>]. | |mltxt=[[κατάρραφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλές ραφές ή [[πολλά]] μπαλώματα («[[ὁλόχρυσον]] μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ [[ἔνδον]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> <span style="color: red;"><</span> ([[ραφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>ρραφος</i>, <i>υπό</i>-<i>ρραφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάρρᾰφος:''' -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.
Greek Monolingual
κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύ-ρραφος, υπό-ρραφος].
Greek Monotonic
κατάρρᾰφος: -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.