λοφιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοφιήτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]].
|mltxt=[[λοφιήτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐήτης Medium diacritics: λοφιήτης Low diacritics: λοφιήτης Capitals: ΛΟΦΙΗΤΗΣ
Transliteration A: lophiḗtēs Transliteration B: lophiētēs Transliteration C: lofiitis Beta Code: lofih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dweller on the hills, epith. of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.

Greek Monolingual

λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.

Greek Monotonic

λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.