λοφηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοφηφόρος]], -ον (Α)<br />(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=[[λοφηφόρος]], -ον (Α)<br />(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει [[λοφίο]], λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφηφόρος Medium diacritics: λοφηφόρος Low diacritics: λοφηφόρος Capitals: ΛΟΦΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lophēphóros Transliteration B: lophēphoros Transliteration C: lofiforos Beta Code: lofhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A crested, of a lark, Babr.88.8.

Greek (Liddell-Scott)

λοφηφόρος: -ον, ἔχων λόφον, Λατιν. cristatus, ἐπὶ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 20. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une crête ou une aigrette.
Étymologie: λόφος, φέρω.

Greek Monolingual

λοφηφόρος, -ον (Α)
(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λοφηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λοφίο, λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.