λεπτακινός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτακινός]], -ή, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[λεπταλέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λέπταξ</i>, [[κατά]] το <i>φυζακ</i>-<i>ινός</i>].
|mltxt=[[λεπτακινός]], -ή, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[λεπταλέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λέπταξ</i>, [[κατά]] το <i>φυζακ</i>-<i>ινός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτᾰκῐνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[λεπταλέος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτᾰκῐνός Medium diacritics: λεπτακινός Low diacritics: λεπτακινός Capitals: ΛΕΠΤΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leptakinós Transliteration B: leptakinos Transliteration C: leptakinos Beta Code: leptakino/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for sq., AP11.102 (Ammian. or Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.

Greek Monolingual

λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].

Greek Monotonic

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί λεπταλέος, σε Ανθ.