ματαιοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εργο</i>-[[πόνος]], <i>οφθαλμο</i>-[[πόνος]])].
|mltxt=[[ματαιοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εργο</i>-[[πόνος]], <i>οφθαλμο</i>-[[πόνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιοπόνος:''' -ον, αυτός που εργάζεται [[μάταια]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], σε Φίλωνα.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπόνος Medium diacritics: ματαιοπόνος Low diacritics: ματαιοπόνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: mataiopónos Transliteration B: mataioponos Transliteration C: mataioponos Beta Code: mataiopo/nos

English (LSJ)

ον,

   A labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.

Greek Monolingual

ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργο-πόνος, οφθαλμο-πόνος)].

Greek Monotonic

μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.