μαστιάω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(6_2)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστιάω''': [[μαστίζω]], ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.
|lstext='''μαστιάω''': [[μαστίζω]], ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαστιάω:''' = [[μαστίζω]], μόνο στην Επικ. μτχ. <i>μαστιόων</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστιάω Medium diacritics: μαστιάω Low diacritics: μαστιάω Capitals: ΜΑΣΤΙΑΩ
Transliteration A: mastiáō Transliteration B: mastiaō Transliteration C: mastiao Beta Code: mastia/w

English (LSJ)

   A = μαστίζω, only in Ep. part. μαστιόων, Hes.Sc.431.

Greek (Liddell-Scott)

μαστιάω: μαστίζω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.

Greek Monotonic

μαστιάω: = μαστίζω, μόνο στην Επικ. μτχ. μαστιόων, σε Ησίοδ.