λυροποιός: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυροποιός]], ὁ (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />[[λυρικός]] [[ποιητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατασκευαστής]] λυρών.
|mltxt=[[λυροποιός]], ὁ (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />[[λυρικός]] [[ποιητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατασκευαστής]] λυρών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠροποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] λύρας, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠροποιός Medium diacritics: λυροποιός Low diacritics: λυροποιός Capitals: ΛΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: lyropoiós Transliteration B: lyropoios Transliteration C: lyropoios Beta Code: luropoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lyre-maker, And.1.146, Pl.Euthd. 289b, 289d, Cra.390b, Anacr.30 (codd. Heph., μυρο- Bgk. from Poll.7.177).

Greek (Liddell-Scott)

λῠροποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς ποιητής, Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de lyres, luthier.
Étymologie: λύρα, ποιέω.

Greek Monolingual

λυροποιός, ὁ (ΑM)
μσν.
λυρικός ποιητής
αρχ.
κατασκευαστής λυρών.

Greek Monotonic

λῠροποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής λύρας, σε Πλάτ.