λυχνοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυχνοπώλης]], ὁ (Α)<br />αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)]. | |mltxt=[[λυχνοπώλης]], ὁ (Α)<br />αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυχνοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de lampes.
Étymologie: λύχνος, πωλέω.
Greek Monolingual
λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].
Greek Monotonic
λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.