μινυρός: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μινυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μικρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]]. | |mltxt=[[μινυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μικρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ά, όν,
A complaining in a low tone, whining, whimpering, μ. ὑπερσοφιστής Phryn.Com.69; of young birds, twittering, chirping, Theoc.13.12; μινυρὰ θρέεσθαι, = μινυρίζειν, A.Ag.1165 (lyr.). II = μικρός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] (vgl. κινυρός), wimmernd, winselnd, übh. von jedem leisen, schwachen Tone; μινυρὰ θρεομένας, Aesch. Ag. 1137; ὀρτάλιχοι μινυροί, Theocr. 13, 12; den Lampros nennt Phryn. bei Ath. II, 44 d μινυρὸς ὑπερσοφιστής, neben andern Bezeichnungen eines schlechten Dichters.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνῠρός: -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. κινυρός. (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.
Étymologie: μινύθω.
Greek Monolingual
μινυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή
2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει
3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.
Greek Monotonic
μῐνῠρός: -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, σε Αισχύλ.