μυχμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυχμός]], ὁ (Α)<br />[[αναστεναγμός]] («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυγμός]].
|mltxt=[[μυχμός]], ὁ (Α)<br />[[αναστεναγμός]] («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυγμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυχμός:''' ὁ ([[μύζω]]), = [[μυγμός]], [[στεναγμός]], [[αναστεναγμός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχμός Medium diacritics: μυχμός Low diacritics: μυχμός Capitals: ΜΥΧΜΟΣ
Transliteration A: mychmós Transliteration B: mychmos Transliteration C: mychmos Beta Code: muxmo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύζω A)

   A = μυγμός, moaning, groaning, Od.24.416.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.

Greek (Liddell-Scott)

μυχμός: ὁ, (μύζω) = μυγμός, στόνος, στεναγμός, Ὀδ. Ω. 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
murmure.
Étymologie: μύζω.

English (Autenrieth)

(μύζω): moaning, Od. 24.416†.

Greek Monolingual

μυχμός, ὁ (Α)
αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός.

Greek Monotonic

μυχμός: ὁ (μύζω), = μυγμός, στεναγμός, αναστεναγμός, σε Ομήρ. Οδ.