μυριόδους: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>όδους</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόδους Medium diacritics: μυριόδους Low diacritics: μυριόδους Capitals: ΜΥΡΙΟΔΟΥΣ
Transliteration A: myriódous Transliteration B: myriodous Transliteration C: myriodous Beta Code: murio/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.

Greek Monolingual

μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.
β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀδούς (πρβλ. λευκ-όδους)].

Greek Monotonic

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.