νεοθηγής: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοθηγής]], -ές (Α)<br />[[νεόθηκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] «[[ακονίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>θηγής</i>]. | |mltxt=[[νεοθηγής]], -ές (Α)<br />[[νεόθηκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] «[[ακονίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>θηγής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεοθηγής:''' -ές ([[θήγω]]), = [[νεόθηκτος]], αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, = sq., A.R.3.1388, APl.4.124.
German (Pape)
[Seite 242] ές, neu geschärft; ἰοί, Ep. ad. 290 (Plan. 124); ἅρπη, Ap. Rh. 3, 1388.
Greek (Liddell-Scott)
νεοθηγής: -ές, ὁ νεωστὶ ἠκονομημένος, ἅρπην νεοθηγέα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1388, Ἀνθ. Πλαν. 124.
Greek Monolingual
νεοθηγής, -ές (Α)
νεόθηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυ-θηγής].
Greek Monotonic
νεοθηγής: -ές (θήγω), = νεόθηκτος, αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ.