ὄλπις: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(6_12) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄλπις''': -ιος, καὶ ιδος, ἡ, = [[ὄλπη]], Σαπφὼ 57, Θεόκρ. 18. 45, Καλλ. Ἀποσπ. 181. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄλπις]]· [[οἰνοχόη]]». | |lstext='''ὄλπις''': -ιος, καὶ ιδος, ἡ, = [[ὄλπη]], Σαπφὼ 57, Θεόκρ. 18. 45, Καλλ. Ἀποσπ. 181. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄλπις]]· [[οἰνοχόη]]». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄλπις:''' -ιος και -ιδος, ἡ, = [[ὄλπη]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ιος and ιδος, ἡ,
A = ὄλπη, Sapph.51.2, Theoc.18.45, Call.Fr. 181.
German (Pape)
[Seite 328] ιδος, ἡ, = Vorigem; Sapph. bei Ath. X, 425 d; Theocr. 18, 45, wo sie von Silber ist; Callim. frg. 181.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλπις: -ιος, καὶ ιδος, ἡ, = ὄλπη, Σαπφὼ 57, Θεόκρ. 18. 45, Καλλ. Ἀποσπ. 181. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄλπις· οἰνοχόη».
Greek Monotonic
ὄλπις: -ιος και -ιδος, ἡ, = ὄλπη, σε Θεόκρ.