παραληπτέον: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[παραλαμβάνω]], πρέπει τις νὰ προσλάβῃ, νὰ παραλάβῃ δι’ ἑαυτόν, γυναῖκα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 419. 3· πρέπει τις νὰ προσαγάγῃ, μάρτυρας Δημ. 916. 4. | |lstext='''παραληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[παραλαμβάνω]], πρέπει τις νὰ προσλάβῃ, νὰ παραλάβῃ δι’ ἑαυτόν, γυναῖκα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 419. 3· πρέπει τις νὰ προσαγάγῃ, μάρτυρας Δημ. 916. 4. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραληπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[παραλαμβάνω]], αυτό που πρέπει να παρουσιαστεί, <i>[[μάρτυρας]]</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
(παραλαμβάνω)
A one must take to oneself, [γυναῖκα] Antip.Stoic.3.257 ; one must provide oneself with, μάρτυρας D.34.30. 2 one must apply remedies, etc., Sor.2.10, Gal.12.519, Philum. ap. Orib.45.29.15 ; τὸ τοῦ λύχνου φέγγος π. Herod.Med.inRh.Mus.58.71. II Adj. -ληπτέος, α, ον, to be applied or employed, π. ὁ κλυστήρ Ruf.Fr.80 ; π. ἁλτῆρες Philostr.Gym.55.
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ παραλαμβάνω, πρέπει τις νὰ προσλάβῃ, νὰ παραλάβῃ δι’ ἑαυτόν, γυναῖκα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 419. 3· πρέπει τις νὰ προσαγάγῃ, μάρτυρας Δημ. 916. 4.
Greek Monotonic
παραληπτέον: ρημ. επίθ. του παραλαμβάνω, αυτό που πρέπει να παρουσιαστεί, μάρτυρας, σε Δημ.