πένθεια: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πένθος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[κατάσταση]] του πένθους.
|mltxt=ἡ, Α [[πένθος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[κατάσταση]] του πένθους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πένθεια:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] αντί [[πένθος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένθεια Medium diacritics: πένθεια Low diacritics: πένθεια Capitals: ΠΕΝΘΕΙΑ
Transliteration A: péntheia Transliteration B: pentheia Transliteration C: pentheia Beta Code: pe/nqeia

English (LSJ)

ἡ, poet. form of πένθος, A.Ag.430 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 554] ἡ, poet. Nebenform von πένθος, Aesch. Ag. 419.

Greek (Liddell-Scott)

πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ πένθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 430.

Greek Monolingual

ἡ, Α πένθος
(ποιητ. τ.) η κατάσταση του πένθους.

Greek Monotonic

πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος αντί πένθος, σε Αισχύλ.