πλατυντέον: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλατυντέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πλατύνω]], δεῖ πλατύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 3. | |lstext='''πλατυντέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πλατύνω]], δεῖ πλατύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 3. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλατυντέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διαπλατυνθεί, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must extend, X.Eq.Mag.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
πλατυντέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πλατύνω, δεῖ πλατύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 3.
Greek Monotonic
πλατυντέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διαπλατυνθεί, σε Ξεν.