Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιητέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ποιέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ποιέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποιητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιητέος Medium diacritics: ποιητέος Low diacritics: ποιητέος Capitals: ΠΟΙΗΤΕΟΣ
Transliteration A: poiētéos Transliteration B: poiēteos Transliteration C: poiiteos Beta Code: poihte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be made or done, Hdt.1.191, 7.15, Hp.Art.27, Pl.R.361c; εὐλάβειά τινος π. Antipho 3.3.11; τὸ π., = τί δεῖ ποιεῖν, Th.4.99.    II ποιητέον, one must make or do, And.3.16, Onos.22.2, etc.:—from Med., one must deem, περὶ πολλοῦ π. τὸ ἑαυτὸν γιγνώσκειν X.Mem.4.2.30.

Greek (Liddell-Scott)

ποιητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ποιέω.

Greek Monotonic

ποιητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.