πρόσβορρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(34) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βορρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βορρᾶς</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βορρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βορρᾶς</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόσβορρος:''' -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr.HP9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].
Greek Monotonic
πρόσβορρος: -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.