προσσφάζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(35) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[προσσφάττω]] Α<br />[[σφάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=και [[προσσφάττω]] Α<br />[[σφάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσσφάζω:''' ή -ττω, [[σφάζω]] [[επάνω]] σε, με δοτ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.
Greek (Liddell-Scott)
προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.
Greek Monolingual
και προσσφάττω Α
σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.).