Σκίρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(37)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] Σατύρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Σκίρτοι</i><br />οι ακόλουθοι του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από αμάρτυρο προσηγορικό <i>σκίρτος</i> (υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> σκιρτῶ)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] Σατύρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Σκίρτοι</i><br />οι ακόλουθοι του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από αμάρτυρο προσηγορικό <i>σκίρτος</i> (υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> σκιρτῶ)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Σκίρτος:''' ὁ ([[σκιρτάω]]), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκίρτος Medium diacritics: Σκίρτος Low diacritics: Σκίρτος Capitals: ΣΚΙΡΤΟΣ
Transliteration A: Skírtos Transliteration B: Skirtos Transliteration C: Skirtos Beta Code: *ski/rtos

English (LSJ)

ὁ, Leaper, name of a Satyr, AP7.707 (Diosc.), Nonn.D. 14.111; Σκίρτοι, attendants of Dionysus, Corn.ND30.

Greek (Liddell-Scott)

Σκίρτος: ὁ, ὁ Πηδητής, ὄνομα Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].

Greek Monotonic

Σκίρτος: ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.