ῥύπα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(36)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br />([[ετερόκλιτος]] τ. πληθ.) <b>βλ.</b> [[ρύπος]].
|mltxt=τὰ, Α<br />([[ετερόκλιτος]] τ. πληθ.) <b>βλ.</b> [[ρύπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥύπα:''' [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του [[ῥύπος]], <i>ὁ</i>.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.

Greek Monotonic

ῥύπα: [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του ῥύπος, .