σκεπόωσι: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(37) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκέπωσι, παράγωσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. [[σκέπας]] ή [[σκεπή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκεπάζω]], [[σκέπας]])]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκέπωσι, παράγωσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. [[σκέπας]] ή [[σκεπή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκεπάζω]], [[σκέπας]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].
Greek Monotonic
σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.