στείομεν: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἵστημι]].
|auten=see [[ἵστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 933] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von ἵστημι, Il. 15, 297.

Greek (Liddell-Scott)

στείομεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ ἵστημι, Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, τραπείομεν ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».

English (Autenrieth)

see ἵστημι.

Greek Monotonic

στείομεν: Επικ. αντί στῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.