σπογγίον: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(38)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφογγίον]], τὸ, Α [[σπόγγος]], [[σφόγγος]]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σπόγγος]], [[σφουγγαράκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιθέματος.
|mltxt=και [[σφογγίον]], τὸ, Α [[σπόγγος]], [[σφόγγος]]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σπόγγος]], [[σφουγγαράκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιθέματος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπογγίον:''' τό, υποκορ. του [[σπόγγος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγίον Medium diacritics: σπογγίον Low diacritics: σπογγίον Capitals: ΣΠΟΓΓΙΟΝ
Transliteration A: spongíon Transliteration B: spongion Transliteration C: spoggion Beta Code: spoggi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197.    II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.

German (Pape)

[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.

Greek Monotonic

σπογγίον: τό, υποκορ. του σπόγγος, σε Αριστοφ.