σκορόδιον: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σκόροδον]]<br /><b>υποκορ.</b> σκορδάκι. | |mltxt=τὸ, Α [[σκόροδον]]<br /><b>υποκορ.</b> σκορδάκι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκορόδιον:''' τό, υποκορ. του [[σκόροδον]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of σκόροδον, in pl., Ar. Pl.818, Antiph.62.
German (Pape)
[Seite 904] τό, dim. von σκόροδον, bei Ar. im plur. Knoblauchsblätter od. -stengel, Plut. 818.
Greek (Liddell-Scott)
σκορόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκόροδον, ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Πλ. 818, Ἀντιφ. ἐν «Βομβυλίῳ» 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gousse d’ail.
Étymologie: σκόροδον.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκόροδον
υποκορ. σκορδάκι.
Greek Monotonic
σκορόδιον: τό, υποκορ. του σκόροδον, σε Αριστοφ.