στύμα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(39)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στύμα:''' -ατος, τό, Αιολ. αντί [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύμα Medium diacritics: στύμα Low diacritics: στύμα Capitals: ΣΤΥΜΑ
Transliteration A: stýma Transliteration B: styma Transliteration C: styma Beta Code: stu/ma

English (LSJ)

   A v. στόμα.    II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.

Greek (Liddell-Scott)

στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.

Greek Monolingual

(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.

Greek Monolingual

(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.

Greek Monotonic

στύμα: -ατος, τό, Αιολ. αντί στόμα.