στύμα: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(39) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στύμα:''' -ατος, τό, Αιολ. αντί [[στόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. στόμα. II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.
Greek (Liddell-Scott)
στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.
Greek Monotonic
στύμα: -ατος, τό, Αιολ. αντί στόμα.