συμβατήριος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />[[συμβιβαστικός]] («λόγους... ξυμβατηρίους», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />[[συμβιβαστικός]] («λόγους... ξυμβατηρίους», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμβᾰτήριος:''' -ον, = το επόμ., σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq.,
A λόγοι Th.5.76, D.H.2.45, al.; σπονδαί Ph.1.390, al.
German (Pape)
[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Greek Monolingual
-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Greek Monotonic
συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.