συντερμονέω: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συντέρμων]]. | |btext=-ῶ :<br />être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συντέρμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συντερμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], είμαι όμορος με, [[γειτονικός]] με, <i>τινί</i>, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.
Greek (Liddell-Scott)
συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.
Greek Monotonic
συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.