συνείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[συναγορεύω]].
|btext=v. [[συναγορεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. συναγορεύω.

Greek Monotonic

συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.