τεθαρρηκότως: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[θάρρος]] («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ [[τεθαρρηκότως]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεθαρρηκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. <i>θαρρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[θάρρος]] («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ [[τεθαρρηκότως]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεθαρρηκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. <i>θαρρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεθαρρηκότως:''' επίρρ. του [[θαρρέω]], τολμηρά, με [[θάρρος]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. of θαρρέω,
A boldly, Plb.2.10.7, 9.9.8, Phld.Piet.18, D.S.4.17, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. τοῦ θαρρέω, μετὰ θάρρους, Πολύβ. 2. 10, 7., 9. 9, 8, κλπ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec confiance, résolument.
Étymologie: τεθαρρηκώς, part. pf. de θαρρέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με θάρρος («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ τεθαρρηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθαρρηκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. θαρρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τεθαρρηκότως: επίρρ. του θαρρέω, τολμηρά, με θάρρος, σε Πολύβ.