τιθασευτής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α [[τιθασεύω]]<br />αυτός που τιθασεύει, [[δαμαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τον υποτάσσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον.
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α [[τιθασεύω]]<br />αυτός που τιθασεύει, [[δαμαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τον υποτάσσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῐθᾰσευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που εξημερώνει, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσευτής Medium diacritics: τιθασευτής Low diacritics: τιθασευτής Capitals: ΤΙΘΑΣΕΥΤΗΣ
Transliteration A: tithaseutḗs Transliteration B: tithaseutēs Transliteration C: tithaseftis Beta Code: tiqaseuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who tames, Ar.V. 704.

German (Pape)

[Seite 1109] ὁ, der Zähmende, Ar. Vesp. 704.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθασευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τιθασεύων, ἐξημερώνων, ἵνα γινώσκῃς τὸν τιθασευτήν, «τὸν θεραπεύοντά σε καὶ ἐκτρέφοντα καὶ κολακεύοντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 704.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui apprivoise ; fig. qui cajole, flatteur.
Étymologie: τιθασεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α τιθασεύω
αυτός που τιθασεύει, δαμαστής
νεοελλ.
μτφ. αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τον υποτάσσει
αρχ.
μτφ. αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον.

Greek Monotonic

τῐθᾰσευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που εξημερώνει, σε Αριστοφ.