ὑπέρασθμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ λαχανιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσθμα]]]. | |mltxt=-ον, Α<br />πολύ λαχανιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσθμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A panting exceedingly, X.Cyn.10.20, Poll.5.80,84.
German (Pape)
[Seite 1191] übermäßig keichend, Xen. Cyn. 10, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρασθμος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν ἀσθμαίνων, Ξεν. Κυν. 10, 20. Πολυδ. Ε΄, 80. 84.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout haletant.
Étymologie: ὑπέρ, ἆσθμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ λαχανιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄσθμα].
Greek Monotonic
ὑπέρασθμος: -ον (ἄσθμα), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική δύσπνοια, σε Ξεν.