ὑπέρασθμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ λαχανιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσθμα]]].
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ λαχανιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσθμα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρασθμος Medium diacritics: ὑπέρασθμος Low diacritics: υπέρασθμος Capitals: ΥΠΕΡΑΣΘΜΟΣ
Transliteration A: hypérasthmos Transliteration B: hyperasthmos Transliteration C: yperasthmos Beta Code: u(pe/rasqmos

English (LSJ)

ον,

   A panting exceedingly, X.Cyn.10.20, Poll.5.80,84.

German (Pape)

[Seite 1191] übermäßig keichend, Xen. Cyn. 10, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρασθμος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν ἀσθμαίνων, Ξεν. Κυν. 10, 20. Πολυδ. Ε΄, 80. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout haletant.
Étymologie: ὑπέρ, ἆσθμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ λαχανιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄσθμα].

Greek Monotonic

ὑπέρασθμος: -ον (ἄσθμα), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική δύσπνοια, σε Ξεν.